παγίδι

παγίδι
το
βλ. παΐδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παγίδι — το βλ. παΐδι …   Dictionary of Greek

  • παγίδι — παγίς trap fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγιδάκι — το [παγίδι] (υποκορ. τού παγίδι) μικρό παΐδι …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — παΐδι, το και παϊδάκι, το και παγίδι, το 1. πλευρά σκελετού ανθρώπου ή ζώου: Του σπάσανε τα πα(γ)ίδια (δηλ. του δώσανε πολύ ξύλο). 2. πλευρά σφαγίου για ψήσιμο, αλλ. μπριζόλα ή κοτολέτα: Παράγγειλα μία μερίδα αρνίσια παϊδάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”